ἀδοξέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀδοξέω < ἄδοξ(ος) + jω
Ρήμα
[επεξεργασία]ἀδοξέω - ἀδοξῶ (συνηρημένο)
Κλίση
[επεξεργασία]τύποι που απαντώνται στα αρχ.ελλ. κείμενα: ἀδοξῶ, ἠδόξουν, ἀδοξήσω, ἠδόξησα, επίσης ἀδοξεῖν απαρέμφατο και ἀδοξῶν, ἠδοξηκώς μετοχές, ενώ από το παθ. γ' πληθ. ενεστώτα ἀδοξοῦνται