ἀθλοθετέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀθλοθετέω < ἀθλοθέτης + -έω ( ἀθλοθέτης < ἆθλον + τίθημι

ἀθλοθετέω - ἀθλοθετῶ (συνηρημένο)

  1. προτείνω βραβείο σε αγώνα
  2. γίνομαι αθλοθέτης, είμαι κριτής σε αγώνα
  3. κρατάω βραβεία
  4. κυβερνώ, διευθύνω (σπάνια έννοια)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ἀθλοθετέω