ἀκαρί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Γιατί το Bailly δίνει επίρρημα. Αν είναι ουδέτερο, είναι άκλιτο?, ελλειπτικό? ‑‑Sarri.greek  | 00:58, 11 Ιουνίου 2023 (UTC).



Δείτε επίσης: άκαρι, ἄκαρι

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀκαρί < πιθανόν συμφυρμός των ἀκαρής (μικροσκοπικός) + κόρις (κοριός)[1][2]. Ο Edzard Furnée το συνδέει με το κάρνος (ψείρα -και σημασία: πρόβατο-). Ο Beekes θεωρεί το κόρις συγγενές και πιθανή μια προελληνική προέλευση[3]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀκαρί ουδέτερο

  • (ζώο) το άκαρι
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 5, 557b (5.32,2)
    Καὶ ἐπὶ κηρίῳ δὲ γίνεται παλαιουμένῳ, ὥσπερ ἐν ξύλῳ ζῷον, ὃ δὴ δοκεῖ ἐλάχιστον εἶναι τῶν ζῴων πάντων καὶ καλεῖται ἀκαρί, λευκὸν καὶ μικρόν

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ἀκαρί σελ.46 - Chantraine, Pierre Dictionnaire étymologique de la langue grecque. (DELG) [Ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής] (στα γαλλικά) Παρίσι: Klincksieck, 1968, Τόμοι 1-4.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.