ἀκροάομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀκροάομαι < η επικρατέστερη θεωρία είναι ότι προκύπτει από το θέμα ἀκρ- (ἄκρ-ος, ἀκ-μή) + τη λέξη οὖς (αυτί)

ἀκροάομαι-ἀκροῶμαι και ἀκροάζομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. ακροώμαι, ακούω (αποθετικό)
  2. υπακούω
  3. παρακολουθώ μαθήματα

Συγγενικά

[επεξεργασία]