ἀλεκτορίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀλεκτορίς αἱ ἀλεκτορίδες
      γενική τῆς ἀλεκτορίδος τῶν ἀλεκτορίδων
      δοτική τῇ ἀλεκτορίδ ταῖς ἀλεκτορίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀλεκτορίδ τὰς ἀλεκτορίδᾰς
     κλητική ! ἀλεκτορίς* ἀλεκτορίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλεκτορίδε
γεν-δοτ τοῖν  ἀλεκτορίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀλεκτορίς < ἀλέκτωρ, θέμα ἀλέκτορ- + -ίς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀλεκτορίς [ᾰ] θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]