ἀλκυονίδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | αἱ | ἀλκυονίδες |
γενική | τῶν | ἀλκυονίδων |
δοτική | ταῖς | ἀλκυονίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὰς | ἀλκυονίδᾰς |
κλητική ὦ! | ἀλκυονίδες | |
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀλκυονίδες < → δείτε τον ενικό ἀλκυονίς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀλκυονίδες θηλυκό στον πληθυντικό
- κάποιες χειμωνιάτικες ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων η θάλασσα είναι ήρεμη και έτσι η αλκυόνα μπορεί να κτίσει τη φωλιά της
- άλλες μορφές: ἁλκυόνειοι ἡμέραι, ἁλκυονίτιδες ἡμέραι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ἁλκυονίδες (αττικός τύπος )
- Ἀλκυονίδες (μυθολογία)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ἀλκυονίδες θηλυκό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του ἀλκυονίς
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀλκυονίδες, ἁλκυονίδες - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πατρίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πατρίς' στον πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)