ἀναλίσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


Δείτε επίσης: αναλίσκω, ἀναλίσκομαι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀναλίσκω < ἀνά + Fαλ + -ισκ- + ω (υπάρχει και η άποψη ότι προέρχεται από το ἁλίσκομαι, όμως δεν θεωρείται η πιθανότερη) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

ῥίζ. ἀλ- με την πρόσληψη του προσφύματος ισκ

ἀναλίσκω και ἀναλόω-ἀναλῶ

  1. δαπανώ, ξοδεύω, σπαταλώ ή διασπαθίζω χρήματα
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 8, 552b
    ἆρα ὅτε πλούσιος ὢν ἀνήλισκεν ὁ τοιοῦτος, μᾶλλόν τι τότ᾽ ἦν ὄφελος τῇ πόλει εἰς ἃ νυνδὴ ἐλέγομεν;
    όταν ο πολίτης, τον καιρό που ήταν πλούσιος, ξόδευε αλύπητα, είχε απ᾽ αυτό καμιάν ωφέλεια η πολιτεία στα επαγγέλματα που είπαμε;
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
  2. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 65.2
    καὶ ἄλλους τινὰς ἀνεπιτηδείους τῷ αὐτῷ τρόπῳ κρύφα ἀνήλωσαν.
    Σκότωσαν με τον ίδιο τρόπο, κρυφά, και μερικούς άλλους αντιπάλους.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]


Αρχικοί Χρόνοι Ενεργητική Φωνή Απαρέμφατο Μετοχή
Ενεστώτας ἀναλίσκω και ἀναλόω ἀναλίσκειν και ἀναλοῦν ἀναλίσκων-ουσα-ον και ἀναλῶν
Παρατατικός ἀνήλισκον και ἀνήλουν
Μέλλοντας ἀναλώσω ἀναλώσειν ἀναλώσων -ουσα -ῶσον
Αόριστος ἀνήλωσα και (κατ)ηνάλωσα ἀναλῶσαι ἀναλώσας -σασα -ῶσαν
Παρακείμενος ἀνήλωκα ἀνηλωκέναι ἀνηλωκώς -κυῖα -κός
Υπερσυντέλικος ἀνηλώκειν



Αρχικοί Χρόνοι Μέση-Παθητική Φωνή Απαρέμφατο Μετοχή
Ενεστώτας ἀναλίσκομαι ἀναλίσκεσθαι ἀναλισκόμενος-ομένη-όμενον
Παρατατικός ἀνηλισκόμην και ἀνηλούμην
Μέλλοντας ἀναλωθήσομαι ἀνηλωθήσεσθαι ἀναλωθησόμενος -ομένη -όμενον
Αόριστος ἀνηλώθην ἀναλωθῆναι ἀναλωθείς -εῖσα -έν
Παρακείμενος ἀνήλωμαι και (κατ)ηνάλωμαι ἀνηλῶσθαι ἀνηλωμένος -ομένη -ομένον
Υπερσυντέλικος ἀνηλώμην

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • υπάρχουν και τύποι με εξωτερική αύξηση όπως (ἠνάλωσα- ἠναλώθην-ἠνάλωμαι) αλλά απαντούν μόνον στα σύνθετα με την πρόθεση κατά (κατηνάλωσα, κατηναλώθην και κατηνάλωμαι).