ἀνατολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀνατολή < ἀνατέλλω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀνατολή θηλυκό (πληθυντικός: ἀνατολαί), (ποιητικά: ἀντολή)
- η εμφάνιση ενός αστρικού σώματος πάνω από τον ορίζοντα, η ανατολή
- η πηγή ενός ποταμού
- η εμφάνιση νέου δοντιού