ἀπορία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: απορία

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀπορία < ἄπορ(ος) + -ία[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀπορία θηλυκό

  1. έλλειψη περάσματος (για αδιάβατους τόπους)
  2. δυσκολία, δυσχέρεια, αμηχανία στο χειρισμό καταστάσεων
  3. έλλειψη πόρων, φτώχεια, στέρηση, δυσκολία

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. απορία - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.