ἀρτάνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αρτάνη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀρτᾰν-
ονομαστική ἀρτάνη αἱ ἀρτάναι
      γενική τῆς ἀρτάνης τῶν ἀρτανῶν
      δοτική τῇ ἀρτάν ταῖς ἀρτάναις
    αιτιατική τὴν ἀρτάνην τὰς ἀρτάνᾱς
     κλητική ! ἀρτάνη ἀρτάναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρτάν
γεν-δοτ τοῖν  ἀρτάναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀρτάνη < ἀρτάω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀρτάνη, -ης θηλυκό

  1. σχοινί από το οποίο κρεμιέται κάτι
  2. θηλιά, βρόχος
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 1266 (1264-1266)
    ὃ δέ, | ὅπως ὁρᾷ νιν, δεινὰ βρυχηθεὶς τάλας, | χαλᾷ κρεμαστὴν ἀρτάνην.
    Όταν την είδε βρυχάται δεινά | και κόβει της κρεμάλας το σκοινί.
    Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 54 (53-54)
    ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνή, διπλοῦν ἔπος, | πλεκταῖσιν ἀρτάναισι λωβᾶται βίον·
    Έπειτα εκείνη, που ᾽χε το διπλό τ᾽ όνομα μάνας και γυναίκας του, | με θηλιά στο λαιμό πήε ντροπιασμένη··
    Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr

Συγγενικά

[επεξεργασία]