ἁγιστεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἁγιστεύω < ἁγιστείαι πληθ. του ἁγιστεία (τελετές καθαρμού)
Ρήμα
[επεξεργασία]ἁγιστεύω (δόκιμος μόνο ο ενεστώτας και από άλλους χρόνος το απαρέμφατο ἁγιστεύσειν)
- τελώ συγκεκριμένες ιεροτελεστίες καθαρμού
- ↪ φόνου δέ ἑ Κρήσιοι ἄνδρες χεῖρας ἁγιστεύσουσι : και το αίμα του φόνου από τα χέρια του θα καθαρίσουν Κρήτες άνδρες