ἁγιότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἁγιότης < ελληνιστική ἅγιος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἁγιότης θηλυκό

  • η ιδιότητα του ἁγίου.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]