ἄδουλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άδουλος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
< α- στερητικό + δούλος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἄδουλος αρσενικό, ἄδουλη θηλυκό, ἄδουλο ουδέτερο