ἄνεμος μέν ἐπαύσατο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο < → δείτε τις λέξεις ἄνεμος, μέν, ἐπαύσατο και παύω

ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο