ἐγγίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἐγγίζω < ἐγγύς + -ίζω
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ἐγγίζω, ἀγγίζω, 'γγίζω ⇒ νέα ελληνικά: εγγίζω, αγγίζω, 'γγίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]ἐγγίζω
Κλίση
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ἐγγίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.