ἐμφέρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐμφέρω < ἐν + φέρω

ἐμφέρω

  1. φέρνω μέσα, εισφέρω
  2. φέρω, κουβαλάω μαζί μου, μέσα μου
  3. γεννιέμαι ή κυοφορούμαι
  4. περιέχομαι, περιλαμβάνομαι
  5. δίνω λογαριασμό