ἐντάφιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ἐντάφιος < ἐν + τάφος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἐντάφιος

  • αυτός που ανήκει ή χρησιμεύει στην ταφή