ἐπίθετον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἐπίθετον ουδέτερο

  1. το επίθετο
  2. → δείτε τη λέξη ἐπίθημα

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ἐπίθετον ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού του ἐπίθετος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ἐπίθετος