ἐπιτάττω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐπιτάττω < ἐπί + τάττω

ἐπιτάττω αττικός τύπος του ἐπιτάσσω

  1. τοποθετώ πάνω σε (ή δίπλα σε ή πίσω από) κάτι ή κάποιον
  2. θέτω σε εφεδρεία
  3. ορίζω επιτηρητή ή αρχηγό
  4. διατάζω, προστάζω