ἐπιτήδειος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επιτήδειος, ἐπιτήδεος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐπιτήδειος ἐπιτηδεί τὸ ἐπιτήδειον
      γενική τοῦ ἐπιτηδείου τῆς ἐπιτηδείᾱς τοῦ ἐπιτηδείου
      δοτική τῷ ἐπιτηδεί τῇ ἐπιτηδεί τῷ ἐπιτηδεί
    αιτιατική τὸν ἐπιτήδειον τὴν ἐπιτηδείᾱν τὸ ἐπιτήδειον
     κλητική ! ἐπιτήδειε ἐπιτηδεί ἐπιτήδειον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐπιτήδειοι αἱ ἐπιτήδειαι τὰ ἐπιτήδει
      γενική τῶν ἐπιτηδείων τῶν ἐπιτηδείων τῶν ἐπιτηδείων
      δοτική τοῖς ἐπιτηδείοις ταῖς ἐπιτηδείαις τοῖς ἐπιτηδείοις
    αιτιατική τοὺς ἐπιτηδείους τὰς ἐπιτηδείᾱς τὰ ἐπιτήδει
     κλητική ! ἐπιτήδειοι ἐπιτήδειαι ἐπιτήδει
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιτηδείω τὼ ἐπιτηδεί τὼ ἐπιτηδείω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιτηδείοιν τοῖν ἐπιτηδείαιν τοῖν ἐπιτηδείοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐπιτήδειος ήδη από τον 5ο αιώνα < ἐπίτηδ(ες) + -ιος[1]
Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό ἐπιτήδειος, ουδέτερο, πληθυντικός ἐπιτήδεια.

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἐπιτήδειος, -α, -ον, συγκριτικός:ἐπιτηδειότερος/ἐπιτηδέστερος, υπερθετικός: ἐπιτηδειότατος/ἐπιτηδέστατος

  1. ταιριαστός, κατάλληλος, πρόσφορος
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 2, 374e
    Ἆρ᾽ οὖν οὐ καὶ φύσεως ἐπιτηδείας εἰς αὐτὸ τὸ ἐπιτήδευμα; Πῶς δ᾽ οὔ; Ἡμέτερον δὴ ἔργον ἂν εἴη, ὡς ἔοικεν, εἴπερ οἷοί τ᾽ ἐσμέν, ἐκλέξασθαι τίνες τε καὶ ποῖαι φύσεις ἐπιτήδειαι εἰς πόλεως φυλακήν.
    Δε χρειάζεται όμως ακόμα και η κατάλληλη φυσική προδιάθεση γι᾽ αυτό το επάγγελμα; Πώς όχι; Δική μας λοιπόν δουλειά θα ήταν, καθώς φαίνεται, τώρα, να εκλέξομε, αν ημπορούμε, ποιές και τί είδους φύσεις είναι κατάλληλες για να φυλάγουν την πόλη.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
  2. (για πρόσωπα) χρήσιμος, φιλικός
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 76.2
    ἦσαν δὲ αὐτοῖς πρότερόν τε ἄνδρες ἐπιτήδειοι καὶ βουλόμενοι τὸν δῆμον τὸν ἐν Ἄργει καταλῦσαι·
    Στο Άργος υπήρχαν και πρωτύτερα φιλικά τους πρόσωπα που ήθελαν να καταλύσουν την Δημοκρατία.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  3. (για πράγματα) χρήσιμος, ωφέλιμος, αρμόζων, αναγκαίος
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Μενέξενος (αμφισβητείται), 237e
    πᾶν γὰρ τὸ τεκὸν τροφὴν ἔχει ἐπιτηδείαν ᾧ ἂν τέκῃ, ᾧ καὶ γυνὴ δήλη τεκοῦσά τε ἀληθῶς καὶ μή, ἀλλ᾽ ὑποβαλλομένη, ἐὰν μὴ ἔχῃ πηγὰς τροφῆς τῷ γεννωμένῳ.
    κάθε ον που γεννάει στον κόσμο αυτό φέρνει απ᾽ τη φύση μέσα του τη θροφή που χρειάζεται για να θρέψει και να ζήσει τα παιδιά του. Και από το χαρακτηριστικό μάλιστα αυτό διακρίνεται αν μια γυναίκα εγέννησε στ᾽ αληθινά δικό της παιδί ή αν εξαπατάει τον κόσμο, όταν δεν έχει δικές της πηγές γαλαχτερής θροφής (τους μαστούς) για να θρέψει το νιογέννητο παιδί της.
    Μετάφραση (1951): Νικόλαος Κορκοφίγκας. @greek‑language.gr
  4. (για συνθήκες) ευνοϊκός, ευμενής
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 81.2
    καὶ Λακεδαιμόνιοι καὶ Ἀργεῖοι, χίλιοι ἑκάτεροι, ξυστρατεύσαντες τά τ᾽ ἐν Σικυῶνι ἐς ὀλίγους μᾶλλον κατέστησαν αὐτοὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐλθόντες, καὶ μετ᾽ ἐκεῖνα ξυναμφότεροι ἤδη καὶ τὸν ἐν Ἄργει δῆμον κατέλυσαν, καὶ ὀλιγαρχία ἐπιτηδεία τοῖς Λακεδαιμονίοις κατέστη.
    Οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αργείοι με χίλιους οπλίτες η κάθε πολιτεία, έκαναν κοινή εκστρατεία. Οι Λακεδαιμόνιοι, μόνοι τους, πήγαν πρώτα στην Σικυώνα όπου εγκατέστησαν ακόμη πιο ολιγαρχικό πολίτευμα και μετά οι δυο στρατοί μαζί ανέτρεψαν την δημοκρατία στο Άργος κι εγκατέστησαν ολιγαρχία ευνοϊκή για τους Λακεδαιμονίους.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

με ἐπιτηδ-, ἐπιτηδευ-

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπιτήδειος οἱ ἐπιτήδειοι
      γενική τοῦ ἐπιτηδείου τῶν ἐπιτηδείων
      δοτική τῷ ἐπιτηδεί τοῖς ἐπιτηδείοις
    αιτιατική τὸν ἐπιτήδειον τοὺς ἐπιτηδείους
     κλητική ! ἐπιτήδειε ἐπιτήδειοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπιτηδείω
γεν-δοτ τοῖν  ἐπιτηδείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ἐπιτήδειος, -ου αρσενικό

  • στενός φίλος
    ※  4ος πκε αιώνας Ἰσοκράτης, Φίλιππος, 24
    Τούτου δ᾽ ἕνεκά σοι ταῦτα διῆλθον, ἵν᾽ ἄν τί σοι φανῇ τῶν ἐν ἀρχῇ λεγομένων ἢ μὴ πιστὸν ἢ μὴ δυνατὸν ἢ μὴ πρέπον σοι πράττειν, μὴ δυσχεράνας ἀποστῇς τῶν λοιπῶν μηδὲ πάθῃς ταὐτὸν τοῖς ἐπιτηδείοις τοῖς ἐμοῖς, ἀλλ᾽ ἐπιμείνῃς ἡσυχάζουσαν ἔχων τὴν διάνοιαν, ἕως ἂν διὰ τέλους ἀκούσῃς ἁπάντων τῶν λεγομένων.
    Σου τα αναφέρω όλα αυτά, για να μη σου κακοφανεί, αν κάτι απ᾽ όσα θα αναπτύξω στην αρχή σού μοιάσει απίστευτο ή αδύνατο ή και αταίριαστο για σένα, και αποφύγεις να προσέξεις τη συνέχεια· μήτε να πάθεις ό,τι έπαθαν οι φίλοι μου, αλλά να περιμένεις ψύχραιμα ώσπου να ακούσεις ως το τέλος αυτά που έχω να σου πω.
    Μετάφραση (1967): Στέλλα Μπαζάκου - Μαραγκουδάκη, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
    → δείτε όπως στα  λατινικά necessarius

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. επιτήδειος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.