ἔθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ἔθος < ἔθω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἔθος ουδέτερο

  • έθιμο, συνήθεια