ἔντερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἔντερο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔντερον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἔντερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- τὰ ἔντερα τῆς γῆς (σκουληκαντέρες, γεωσκώληκες)
- → και δείτε τη λέξη ἄντερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ἀντέρα
- διεντερεύω
- δυσεντερία, δυσιντερία
- δυσεντερικός
- ἐντερίς
- ἐντερο- σύνθετα
- ἐξεντερίζω, ξεντερίζω
- εὐθυεντερία
- εὐθυέντερο
- κωλόντερον, κωλέντερον
- λυσεντερικός
- λυσεντερία, λυσοντερία
- → και δείτε τη λέξη ἄντερο
Πηγές
[επεξεργασία]- ἔντερο - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)