ἡλίου τέλλοντος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἡλίου τέλλοντος: ἡλίου, γενική ενικού του ἥλιος & τέλλοντος, γενική ενικού αρσενικού της μετοχής τέλλων του τέλλω στη σημασία: ανατέλλω. Γενική ενικού • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; χαρακτηρισμός σύνταξης
Έκφραση
[επεξεργασία]ἡλίου τέλλοντος
Πηγές
[επεξεργασία]- τέλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.