ἱδρύσιες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ἱδρύσιες θηλυκό
- επικός, δωρικός, ιωνικός και αιολικός τύπος του ἱδρύσεις (πληθυντικός αριθμός του ἵδρυσις)
- Ἑρμέω ἱδρύσιες