ἴα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ία, οία, οἵα, -οια

Αριθμητικό

[επεξεργασία]
το αριθμητικό «εἷς»
πτώσεις ενικός
αρσενικό θηλυκό θηλυκό
(επικός, ιωνικός, αιολικός)
ουδέτερο
ονομαστική εἷς
επικός: ἕεις & επίθετο ἰός
μί
όψιμος ιωνικός: μίη
ἕν
γενική ἑνός μιᾶς ῆς ἑνός
δοτική ἑνί μι ἑνί
αιτιατική ἕν μίᾰν ᾰν ἕν
κλητική
Παράρτημα:Γραμματική: Αριθμητικά

ἴα θηλυκό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ἴα

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ἴα ουδέτερο