ἴς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἴς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wiH-s ‎(δύναμη, ορμή) < *weyH (ορμώ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἴς αρσενικό ή θηλυκό

ισχυρός, γενναίος «ἴς Τηλεμάχοιο» Οδύσσεια, ρ΄· για γυναίκες χαριτωμένη, κομψή.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Ιφιγένεια→ ἴφι+ ρίζ. γεν-, γένος, γίγνομαι

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]