ἴς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἴς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wiH-s (δύναμη, ορμή) < *weyH (ορμώ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἴς αρσενικό ή θηλυκό
ισχυρός, γενναίος «ἴς Τηλεμάχοιο» Οδύσσεια, ρ΄· για γυναίκες χαριτωμένη, κομψή.
Παράγωγα
[επεξεργασία]- ἴφθιμος «πολλὰς δ’ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν ἡρώων..» Ιλιάδα Α' 3-4
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Ιφιγένεια→ ἴφι+ ρίζ. γεν-, γένος, γίγνομαι