ἴτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ἴτε
- β΄ πρόσωπο πληθυντικού στην προστακτική ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εἶμι
- β΄ πρόσωπο πληθυντικού στην προστακτική μέσου ενεστώτα του ρήματος ἔρχομαι
- β΄ πρόσωπο πληθυντικού στην οριστική μέσου μέλλοντα του ρήματος ἔρχομαι