ὑπόβαθρον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: υπόβαθρο

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὑπόβαθρον < ὑπό- + βάθρον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ὑπόβαθρον ουδέτερο

  • υπόβαθρο στήριξης (ανάκλιντρου, καθίσματος, μηχανήματος)