ὕστερον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ὕστερον: αιτιατική ενικού του ὕστερος· επίσης ουσιαστικοποιημένο και σε επιρρηματική χρήση.
Επίρρημα
[επεξεργασία]ὕστερον
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ὕστερον ουδέτερο
- το ύστερο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ὕστερον
Πηγές
[επεξεργασία]- ὕστερον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.