ὡρολόγιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ωρολόγιο
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὡρολόγιον τὰ ὡρολόγι
      γενική τοῦ ὡρολογίου τῶν ὡρολογίων
      δοτική τῷ ὡρολογί τοῖς ὡρολογίοις
    αιτιατική τὸ ὡρολόγιον τὰ ὡρολόγι
     κλητική ! ὡρολόγιον ὡρολόγι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὡρολογίω
γεν-δοτ τοῖν  ὡρολογίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὡρολόγιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὥρ(α) + -ο- + -λόγιον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ὡρολόγιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • μηχανισμός που δείχνει την ώρα
    καὶ γὰρ οἱ τῶν ὡρολογίων γνώμονες οὐ συμμεθιστάμενοι ταῖς σκιαῖς ἀλλ᾽ ἑστῶτες ὄργανα... (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  • ἀπὸ τοῦ σκιακοῦ ὡρολογίου
  • ὡρολόγιον ὑδραυλικόν (κλεψύδρα)
  • μηχανικὰ ὡρολόγια