𐀩𐀦𐀕𐀜

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
re
qo me no

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
𐀩𐀦𐀕𐀜 < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leykʷ- (λείπω) → δείτε τη λέξη λείπω (αρχαία ελληνικά)

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

𐀩𐀦𐀕𐀜 (re-qo-me-no) αρσενικό

  • λείπω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.