ἔσπετε

Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από *ἔσπον)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἔσπετε: β΄ πρόσωπο πληθυντικού προστακτικής αορίστου β΄ ( *ἔσπον) του ἔπω ή του ἐννἑπω, ο μοναδικός μαρτυρούμενος τύπος του *ἔσπον < θέμα *σπ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sekʷ-, λέω, συγγενές με το ἔπος)· → δείτε και τη λέξη ἔννεπε

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ἔσπετε

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]