-ψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -ψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ψις < για θέμα με χειλικό σύμφωνο ⟨π, β, φ⟩ + -σις > -ψις
Επίθημα
[επεξεργασία]-ψη
- άλλη μορφή του -ση
- εξάλειψη (θέμα αλειφ-)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]και
- το αρχαίο ελληνικό -ψις