-in-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθημα

[επεξεργασία]

-in- (eo)

  • επίθημα που δηλώνει ένα θηλυκό πρόσωπο ή ζώο

Παραδείγματα

patro - πατέρας
patrino - μητέρα
fianĉo - αρραβωνιαστικός
fianĉino - αρραβωνιαστικιά
laboranto - εργάτης
laborantino - εργάτρια
koko - κόκορας
kokino - κότα
koramiko -
koramikino - φιλενάδα
ulo - άνθρωπος, τύπος
ulino -

anasino, anserino, aprino, baptofiliino, baptopatrino, belulino, bovino, cervino, ĉevalino, elefantino, fraŭlino, homino, hundino, kanguruino, kamelino, kaprino, kapreolino, katino, knabino, kuniklino, leonino, leporino, lupfantomino, lupino, meleagrino, porkino, samseksemulino, simiino, sinjorino, ŝafino, ŝakalino, virino, vulpino