Abart

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Abart (de) θηλυκό {πληθυντικός: die Abarten}

  1. το είδος
  2. η ποικιλία

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Abart < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Abart αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]