Abfahrt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Abfahrt (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Abfahrten)

  1. η αναχώρηση
  2. ο απόπλους