Ablassbrief

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈaplasˌbʁiːf/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Ablassbrief (de) αρσενικό

  • το συγχωροχάρτι
    Die Prediger des Papstes sagten ihr, sie wird von ihren Sünden befreit werden, wenn sie die Kirche bezahlt um einen Ablassbrief zu bekommen - Οι ιεροκήρυκες του Πάπα της είπαν ότι θα απαλλαχθεί από τις αμαρτίες της αν πληρώσει την εκκλησία για να πάρει συγχωροχάρτι.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Ablass στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια