Absicht

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Absicht (de) θηλυκό

  • η πρόθεση, ο σκοπός
    ich habe die Absicht... - έχω την πρόθεση / προτίθεμαι / σκοπεύω...

Εκφράσεις

[επεξεργασία]