Abtei

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Abtei (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Abteien)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]