Acht

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: acht

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Acht (de) θηλυκό

  1. η προσοχή (χωρίς πληθυντικό)
  2. ο αριθμός οκτώ (πληθυντικός: die Achten)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Acht < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Acht αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Acht < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Acht αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [2]