Altersheim
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Altersheim < Alter + -s- + Heim
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Altersheim (de) ουδέτερο
- το γηροκομείο
Altersheim < Alter + -s- + Heim
Altersheim (de) ουδέτερο