Appetit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: appétit

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Appetit (de) αρσενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • guten Appetit - καλή όρεξη