Bulgarisch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Bulgarisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (γλώσσα) η βουλγαρική γλώσσα γλώσσα, τα βουλγάρικα
Δείτε επίσης : bulgarisch |
Bulgarisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό