Danish

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /deɪnɪʃ/

Επίθετο

[επεξεργασία]

Danish (en)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Danish (en)

  1. (εθνικό όνομα) οι Δανοί, ο δανέζικος λαός
     συνώνυμα: Danes
  2. (γλώσσα) τα δανικά, η δανική (ή δανέζικη) γλώσσα



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Danish < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Danish αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]