Dutch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dʌtʃ/
 
 

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Dutch (en)

  1. (εθνικό όνομα) Ολλανδός
  2. (γλώσσα) τα ολλανδικά, η ολλανδική γλώσσα, τα ολλανδέζικα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

Dutch (en)