Esperanto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Esperanto (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Esperanto < esperi (ελπίζω) + -ant- (μετοχή ενεστώτα) + -o, κυριολεκτικά « αυτός που ελπίζει, ο ελπίζων »
Προφορά
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Esperanto (eo)