Geist

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Geist (de)

  1. πνεύμα, διάνοια, μυαλό, νους
  2. πνεύμα, φάντασμα, στοιχειό


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Geist αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Geist < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Geist αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]