IRL
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
IRL (en) αρκτικόλεξο
- (πληροφορική) στην πραγματική ζωή, δηλαδή με αληθινές συναντήσεις, όχι εικονικές όπως αυτές απαντούν στο διαδίκτυο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- IRL < αγγλική
Επίρρημα[επεξεργασία]
IRL (fr)
- (πληροφορική) στην πραγματική ζωή (δείτε τον ορισμό του αγγλικού λήμματος)