Qual

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Qual (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Qualen)

  1. τo μαρτύριο
  2. ο πόνος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]