Tomate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: tomate

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Tomate (de) θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]